- έκβλητος
- ος , ον1) вынутый; вытащенный; вырванный; 2) изгнанный; 3) отстранённый, свергнутый; 4) выброшенный; 5) подброшенный, подкинутый (о ребёнке);
έκβλητον βρέφος — подкидыш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έκβλητον βρέφος — подкидыш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκβλητος — cast overboard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκβλητος — ο (AM ἔκβλητος, ον) 1. ο πεταμένος έξω, ο απόβλητος 2. αυτός που αξίζει να αποβληθεί ή να απορριφθεί μσν. φρ. «βρέφος ἔκβλητον» έκθετο βρέφος … Dictionary of Greek
ἐκβλητότερον — ἔκβλητος cast overboard adverbial comp ἔκβλητος cast overboard masc acc comp sg ἔκβλητος cast overboard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβλητον — ἔκβλητος cast overboard masc/fem acc sg ἔκβλητος cast overboard neut nom/voc/acc sg ἐκβάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλητοτάτοις — ἔκβλητος cast overboard masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλητοτέρους — ἔκβλητος cast overboard masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλητότερα — ἔκβλητος cast overboard neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλητότεροι — ἔκβλητος cast overboard masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλητότερος — ἔκβλητος cast overboard masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβλητα — ἔκβλητος cast overboard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβλητοι — ἔκβλητος cast overboard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)